- ζήλων
- ζή̱λων , ζῆλοςjealousymasc gen plζηλόωvie withimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ζηλόωvie withimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζηλῶν — ζήλη female rival fem gen pl ζη̱λῶν , ζῆλος jealousy neut gen pl (attic epic doric) ζηλέω to be zealous for pres part act masc nom sg (attic epic doric) ζηλόω vie with pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζηλόω vie with pres part act neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζήλων — Ζῆλος jealousy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ευθύμιος Αγριτέλλης — (Παράκοιλα Λέσβου, 1876 – Αμάσεια 1921). Εθνομάρτυρας και επίσκοπος Ζήλων. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Διετέλεσε δάσκαλος και ιεροκήρυκας στη Λέσβο και στη συνέχεια πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Μηθύμνης. Ως επίσκοπος διακρίθηκε για την… … Dictionary of Greek
Νέας Ζηλανδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησσίας που εδρεύει στο Γουέλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας. Ιδρύθηκε το 1970 με την έκδοση του Ιδρυτικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου… … Dictionary of Greek